ἐπικλόπως

ἐπικλόπως
ἐπίκλοπος
thievish
adverbial
ἐπίκλοπος
thievish
masc/fem acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ἐπικλόπως — Ἐπίκλοπος thievish adverbial Ἐπίκλοπος thievish masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίκλοπος — ἐπίκλοπος, ον (AM) [επικλέπτω] 1. δόλιος, πανούργος, κατεργάρης («ὑπεροπῆά τ’ ἔμεν καὶ ἐπίκλοπον», Ομ. Οδ.) 2. πονηρός, απατηλός σε κάτι («ἀλλά τις ἀρτιεπὴς καὶ ἐπίκλοπος ἔπλεο μύθων», Ομ. Ιλ.) 3. αυτός που χειρίζεται κάτι με επιδεξιότητα (α.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”